- ενζυμοπάθεια
- enzim eksikliği
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
ενζυμοπάθεια — η γενικός όρος που σημαίνει νόσο η οποία οφείλεται σε απουσία ή μη λειτουργία ενός ενζύμου τού οργανισμού … Dictionary of Greek
οξάλωση — η ιατρ. κληρονομική ενζυμοπάθεια τού μεταβολισμού τού οξαλικού οξέος με εναπόθεση οξαλικού ασβεστίου στο σώμα … Dictionary of Greek